падкий - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

падкий - translation to ρωσικά


падкий      
падкий на что-либо - porté sur qch ; âpre à qch , avide de qch ( жадный )
он падок до сладкого - il est friand de sucreries
être à l'affût de ...      
être à l'affût de ...
быть падким до ...
- Dites-nous vite qui, - cria Elsa, - toujours avide de mondanités.      
– Скажите же скорее, кто? – воскликнула Эльза, падкая на светские развлечения.

Ορισμός

ПАДКИЙ
склонный к чему-нибудь, обычно неодобряемому.
Падок до сладкого. П. на слухи, сенсации.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για падкий
1. - Циркачи - народ рисковый и на монету падкий, - признается Янпольская.
2. Падкий на халяву отечественный мещанин поверил призыву "Кончай работать!
3. Взрывной, авантюрный, очень падкий на какие-то внешние эффекты.
4. Чем просто умилил падкий до господских чудачеств московский бомонд.
5. Ее вполне мог занять какой-нибудь еж-захребетник, падкий до чужой недвижимости и чужого добра.